2. Να αποκτήσεις κάτι, ιδιαίτερα χρήματα, χωρίς την κατάλληλη δουλειά για να το κερδίσεις.
3. Συντομεύω κάτι.
|
Τι σημαίνει καλλιέργεια;
1. Φυτό που καλλιεργείται για τα δημητριακά, τα φρούτα ή τα λαχανικά του, π.χ. σιτάρι, καλαμπόκι ή πατάτες.
2. Να αποκτήσεις κάτι, ιδιαίτερα χρήματα, χωρίς την κατάλληλη δουλειά για να το κερδίσεις. 3. Συντομεύω κάτι. |