Ευάλωτο σημαίνει ότι μπορεί να πληγωθεί ή να πληγωθεί, είτε σωματικά είτε συναισθηματικά. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει ένα άτομο, ένα ζώο ή ακόμα και ένα αντικείμενο.
Για παράδειγμα, κάποιος που είναι σωματικά ευάλωτος μπορεί να είναι πιο πιθανό να τραυματιστεί σε ένα ατύχημα, ενώ κάποιος που είναι συναισθηματικά ευάλωτος μπορεί να είναι πιο πιθανό να αναστατωθεί από την κριτική. Ένα αντικείμενο που είναι ευάλωτο μπορεί να είναι πιο πιθανό να σπάσει ή να καταστραφεί.
Η λέξη «ευάλωτος» προέρχεται από τη λατινική λέξη «vulnerare», που σημαίνει «πληγώνω». Χρησιμοποιείται στα αγγλικά από τον 14ο αιώνα.
Ακολουθούν ορισμένα συνώνυμα για το ευάλωτο:
* Ευαίσθητο
* Εκτεθειμένος
* Σε κίνδυνο
* Απροστάτευτο
* Ανυπεράσπιστος
* Ανασφαλής
* Εύθραυστο
* Αδύναμος