1. Γυναίκα ελάφια: Αυτό είναι το πιο συνηθισμένο νόημα του "doe". Αναφέρεται σε ένα θηλυκό ελάφι οποιουδήποτε είδους, όπως μια λευκή ουρά, ένα πασχαλί, ή ένα ελάφι Doer.
2. Γυναίκα άλλων ζώων: Αν και δεν είναι τόσο κοινό, το "DOE" μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να αναφερθεί στο θηλυκό άλλων ζώων, ιδιαίτερα εκείνων με κέρατα ή παρόμοια χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, μπορεί να ακούσετε κάποιον να λέει "ένα κουνέλι Doe" ή "ένα doe moose".
3. Χρήματα: Στο πλαίσιο των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, το "DOE" είναι ένας όρος αργαλειού για χρήματα. Χρησιμοποιείται συχνότερα σε φράσεις όπως "Make Some Doe" ή "ξοδεύετε το doe μου".
4. Σύντομη για "do" ή "κάνει": Περιστασιακά, το "doe" χρησιμοποιείται ως μια συντομευμένη μορφή "do" ή "κάνει", αλλά αυτό είναι λιγότερο συνηθισμένο και χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον σε περιστασιακή ομιλία ή γραφή.
Για να κατανοήσετε την έννοια του "DOE" σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, εξετάστε τις γύρω λέξεις και τον συνολικό τόνο της επικοινωνίας.