Οι συντελεστές θήρευσης μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των ειδών του αρπακτικού και του θηράματος, του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν και της διαθεσιμότητας άλλων πηγών τροφής. Για παράδειγμα, ένα αρπακτικό που είναι πολύ εξειδικευμένο σε ένα συγκεκριμένο είδος θηράματος θα έχει συνήθως υψηλότερο συντελεστή θήρευσης για αυτό το θήραμα από ένα αρπακτικό που είναι πιο γενικό στη διατροφή του. Ομοίως, ένα αρπακτικό που ζει σε ένα περιβάλλον με άφθονους πόρους τροφής μπορεί να έχει χαμηλότερο συντελεστή θήρευσης από ένα αρπακτικό που ζει σε ένα περιβάλλον με σπάνιους πόρους τροφίμων.
Οι συντελεστές θήρευσης είναι σημαντικοί για την κατανόηση της δυναμικής των αλληλεπιδράσεων αρπακτικών-θηραμάτων. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προβλέψουν πώς θα αλλάξουν οι πληθυσμοί των αρπακτικών και των θηραμάτων με την πάροδο του χρόνου και για να εντοπίσουν τις συνθήκες που είναι πιο πιθανό να οδηγήσουν σε σταθερότητα ή αστάθεια του πληθυσμού.
Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα συντελεστών θήρευσης:
* Ο συντελεστής θήρευσης για τους λύκους σε άλκες στη Βόρεια Αμερική είναι συνήθως μεταξύ 0,1 και 0,2. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε 100 άλκες που είναι διαθέσιμες στους λύκους, οι λύκοι θα καταναλώνουν 10-20 από αυτές κάθε χρόνο.
* Ο συντελεστής θήρευσης για τους καρχαρίες σε φώκιες στον Ειρηνικό Ωκεανό είναι συνήθως μεταξύ 0,05 και 0,1. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε 100 φώκιες που είναι διαθέσιμες στους καρχαρίες, οι καρχαρίες θα καταναλώνουν 5-10 από αυτές κάθε χρόνο.
* Ο συντελεστής θήρευσης για τις πασχαλίτσες σε αφίδες στην Ευρώπη είναι συνήθως μεταξύ 0,5 και 1,0. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε 100 αφίδες που είναι διαθέσιμες στις πασχαλίτσες, οι πασχαλίτσες θα καταναλώνουν 50-100 από αυτές κάθε χρόνο.
Αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα συντελεστών θήρευσης. Οι τιμές αυτών των συντελεστών μπορεί να ποικίλλουν ευρέως ανάλογα με το είδος του αρπακτικού και του θηράματος, το περιβάλλον στο οποίο ζουν και τη διαθεσιμότητα άλλων πηγών τροφής.