Στο πλαίσιο των φυσικών πόρων, η εξάντληση αναφέρεται κυρίως στην εξόρυξη και χρήση μη ανανεώσιμων πόρων όπως ορυκτά, ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, άνθρακας) και υπόγεια ύδατα, οδηγώντας σε μείωση της διαθεσιμότητάς τους. Η εξάντληση των φυσικών πόρων μπορεί να έχει σημαντικές περιβαλλοντικές συνέπειες και μπορεί να επηρεάσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων και των οικονομικών δραστηριοτήτων που εξαρτώνται από αυτούς τους πόρους.
Στη διαχείριση αποθεμάτων, η εξάντληση σχετίζεται με τη μείωση των επιπέδων αποθέματος λόγω των πωλήσεων, της κατανάλωσης ή της χρήσης με την πάροδο του χρόνου. Βοηθά τις επιχειρήσεις να παρακολουθούν τη διαθεσιμότητα των αγαθών, να διαχειρίζονται τα επίπεδα αποθεμάτων και να σχεδιάζουν την αναπλήρωση.
Εξάντληση εμφανίζεται επίσης στη χρηματοοικονομική λογιστική όταν ορισμένα περιουσιακά στοιχεία παρουσιάζουν μείωση της αξίας ή της διάρκειας ζωής τους. Για παράδειγμα, οι εταιρείες εφαρμόζουν αποσβέσεις για να καταγράψουν τη σταδιακή μείωση της αξίας περιουσιακών στοιχείων με μεγάλη διάρκεια ζωής, όπως μηχανήματα και κτίρια, κατά την εκτιμώμενη ωφέλιμη ζωή τους. Η εξάντληση χρησιμοποιείται συνήθως για περιουσιακά στοιχεία με πεπερασμένη διάρκεια ζωής, όπως οι φυσικοί πόροι, που εξορύσσονται και πωλούνται, με αποτέλεσμα τη μείωση της ποσότητας και της αξίας τους.
Συνολικά, η εξάντληση αναφέρεται στην κατανάλωση, την εξόρυξη ή τη μείωση των πόρων, των περιουσιακών στοιχείων ή των επιπέδων αποθέματος με την πάροδο του χρόνου, η οποία μπορεί να έχει οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η κατανόηση και η διαχείριση της εξάντλησης είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας, την αποτελεσματική διαχείριση των πόρων και τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων σε διάφορους κλάδους και τομείς.